διαφεγγης

διαφεγγης
    διαφεγγής
    δια-φεγγής
    2
    сверкающий, яркий
    

Σιδωνίας ὑέλου διαφεγγέστερον ἀπαστράπτειν Luc. — блестеть ярче сидонского стекла


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διαφεγγης" в других словарях:

  • διαφεγγής — ές (ΑΝ) διαφανής, διάφωτος …   Dictionary of Greek

  • διαφεγγέστερον — διαφεγγής pellucid adverbial comp διαφεγγής pellucid masc acc comp sg διαφεγγής pellucid neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφεγγεῖς — διαφεγγής pellucid masc/fem acc pl διαφεγγής pellucid masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφεγγέα — διαφεγγής pellucid neut nom/voc/acc pl (epic ionic) διαφεγγής pellucid masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφεγγοῦς — διαφεγγής pellucid masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιαφεγγής — ές [διαφεγγής] ο αδιαφανής* …   Dictionary of Greek

  • διάφεγγος — η, ο διαφεγγής* …   Dictionary of Greek

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»